Γράφει ο Κώστας Μερκουράκης
Με τη λέξη «Μαχητής» σε ένα άσπρο πανί με πράσινα και μαύρα γράμματα αποχαιρέτησαν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού τον 21χρονο Ηρακλειώτη, φίλο της ομάδας, που έχασε τη ζωή του την προηγούμενη Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου από διαδοχικές μαχαιριές στο στήθος, κατά τη διάρκεια ομαδικών συγκρούσεων μεταξύ οργανωμένων οπαδών.
Με τη λέξη «Μαχητής» σε ένα άσπρο πανί με πράσινα και μαύρα γράμματα αποχαιρέτησαν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού τον 21χρονο Ηρακλειώτη, φίλο της ομάδας, που έχασε τη ζωή του την προηγούμενη Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου από διαδοχικές μαχαιριές στο στήθος, κατά τη διάρκεια ομαδικών συγκρούσεων μεταξύ οργανωμένων οπαδών.
Δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη φορά που μετρούμε ανθρώπινες απώλειες στο χώρο του ελληνικού αθλητισμού. Πριν 4 χρόνια και συγκεκριμένα στις 23 Μαρτίου του 2007, ο Μιχάλης Φιλόπουλος, από την «παρέα των πράσινων» κι αυτός, δολοφονήθηκε με παρόμοιο τρόπο.
Ωστόσο διακρίνουμε βασικές διαφορές μεταξύ των δύο περιπτώσεων. Την πρώτη φορά η δολοφονία έγινε στην Αθήνα, τώρα η βία μετακομίζει επιτυχώς (και) στην επαρχία. Τότε ο θάνατος είχε συγκλονίσει την Ελλάδα, αυτήν τη φορά η είδηση πέρασε στα «ψιλά». Χωρίς δημοσιότητα, δίχως τα συνηθισμένα ευχολόγια της πολιτείας περί δήθεν «πάταξης της εγκληματικότητας». Ούτε καν δηλώσεις παραγόντων. Με τη δολοφονία Φιλόπουλου είχαν διακοπεί ανούσια και για 15 μέρες όλες οι αθλητικές δραστηριότητες εντός συνόρων, έτσι… για τη δημιουργία εντυπώσεων. Τούτη τη φορά δεν μπήκαν στον κόπο ούτε για τα «ανούσια».
Υπήρξαν όμως ένα σωρό προειδοποιήσεις πως το κακό δεν θα αργούσε να ξανασυμβεί. Γίναμε μάρτυρες ένα σωρό μακελειών τα τελευταία χρόνια. Δεκάδες παιδιά υπέστησαν σωματικές - ανεπανόρθωτες βλάβες. Μόλις πριν λίγες μέρες στα Πετράλωνα, τρεις άνθρωποι μεταφέρθηκαν αιμόφυρτοι στο νοσοκομείο, πάλι από μαχαίρι, σε ιδιαίτερα σοβαρή κατάσταση.
Κανείς δεν έδειξε να συγκινείται. Κάθε φορά τα ξεχνάμε και συνεχίζουμε. Πότε προλάβαμε και χωνέψαμε τόση βία; Πότε αποκτήσαμε τόσο σκληρή «πέτσα» αντιμετωπίζοντας με απάθεια την είδηση του θανάτου ενός τόσο νέου ανθρώπου;
Υπήρχαν παρέες βράδυ στο γήπεδο που στην εικόνα του πανό στο «πέταλο» αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί. Άλλες πάλι που ήξεραν, μιλούσαν με λόγια φτιαγμένα από ένα κράμα αδιαφορίας και σκληρότητας: «Σφάχτηκαν πάλι στο Ηράκλειο...».
Εξακολουθούμε όμως να έχουμε να κάνουμε με παιδιά. Νεολαίοι που δεν αρνήθηκαν τη χαρά της συλλογικότητας, που δεν επέλεξαν μοναχικούς δρόμους, παρόλα αυτά, τη γνώρισαν και τη χρησιμοποιούν με στρεβλό και επικίνδυνο τρόπο. «Πιτσιρίκια» που ψάχνουν διέξοδο στις νίκες των ομάδων τους, στις βάρβαρες επιτυχίες στα «στενά» και στα οργανωμένα καρτέρια. Μυαλά που στερούν τη δημιουργικότητα και την ενέργεια τους, μοναχά στα οργανωμένα club «μαχητών».
Οι κυβερνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς καμία να επιδείξει την ελάχιστη ευαισθησία - το αντίθετο. Διατηρούν καθηλωμένη και σε άθλια κατάσταση τη Παιδεία, ενώ σε παράλληλη τροχιά και η ανεργία – διψήφια τα ποσοστά, όσο για τη νεολαία οι αριθμοί ακόμα χειρότεροι. Οι δε μισθοί απαράδεκτοι, η κοινωνική ασφάλιση ανύπαρκτη.
Mε κινήσεις εντυπωσιασμού δεν αλλάζουν τα πράγματα. Σε συνθήκες κρίσης μας έχουν οδηγήσει στο σημείο να μη μιλούμε πλέον για ζωή, μα για επιβίωση. Υπό αυτό το καθεστώς και κυρίως για τους νέους, δημιουργείται το κατάλληλο υπέδαφος για τον πολλαπλασιασμό ανάλογων φαινομένων.
Το ζήτημα δεν είναι να διώξουμε τη βία από τα γήπεδα για να «προστατεύσουμε το προϊόν». Εξάλλου, όσο παραμένουν τα εγκληματικά επεισόδια στους αγωνιστικούς χώρους μας υπενθυμίζουν πως τα νιάτα τρώνε τα χρόνια τους εκεί έξω.
Η κάθε ΠΑΕ και η κάθε κυβέρνηση, δεν αναγνωρίζουν τη συνενοχή τους. Είναι αυτοί που φανατίζουν και χρησιμοποιούν τον κόσμο και την παθητική αγάπη του για το σύλλογο. Εκδίδουν δεκάδες αθλητικές εφημερίδες που στα καθημερινά τους πρωτοσέλιδα βρίζουν χυδαία αντιπάλους. Συντηρούν εκπομπές στα κανάλια τους και στα ραδιόφωνα, που το περίφημο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (ΕΣΡ) ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να διακόψει. Χειροκροτούν τους οργανωμένους συνδέσμους, που στην πλειοψηφία τους και με τη σημερινή τους μορφή λειτουργούν ως πυρήνες ανάπτυξης παιδιών «ποτισμένων» στο μίσος. Τοποθετούν τα «κεφάλια» για να ελέγχουν, να κατευθύνουν και να καλλιεργούν τη βία στα νέα «μέλη». Κανονικά εργοστάσια παραγωγής οργής - πραγματικά οπλοστάσια. Ότι παθογένεια αναπτύσσεται στην κοινωνία, στους συνδέσμους αναπαράγεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Αλλά το κράτος πάντα κάνει την εμφάνιση του «μετά». Το «μετά» καθορίζεται χρονικά: πίσω από κάθε τραγικό συμβάν, σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Ποτέ πριν. Ξέρει μόνο να φοράει τη μάσκα της καταστολής. Είναι λογικό. Όταν έχεις δημιουργήσει μια τραγική κατάσταση σε όλους τους τομείς, όταν δε νοιάζεσαι, όταν αδυνατείς να κάνεις πρόληψη για οτιδήποτε, τότε εμφανίζεσαι «μετά», μόνο για δηλώσεις. Ενίοτε και για να κουνήσεις το δάχτυλο.
Υπάρχει όμως περίπτωση να μπει ένα φρένο στην αιματοχυσία, όχι μόνο αν δεν εξαλειφθούν οι γενεσιουργές αιτίες, αλλά έστω αν δεν κάνουμε ένα βήμα - εάν δεν καταβάλουμε την ελάχιστη προσπάθεια, προς αυτήν την κατεύθυνση; Με τρομο-νόμους, με φακελώματα, με κάμερες και εξαγγελίες «ακουμπάς» τα αποτελέσματα αφήνοντας να αλωνίζουν τα παράγωγα. Εθελοτυφλούμε αν πιστεύουμε οτι τέτοια μέτρα μπορεί να είναι αποτελεσματικά. Την ίδια ώρα που οι δολοφόνοι, υπό την υψηλή προστασία παραγόντων, παραμένουν κάθε φορά ελεύθεροι.
Την προηγούμενη Δευτέρα μάθαμε το όνομα ενός ακόμη «πρωταγωνιστή»: Γιάννης Ρουσάκης, ετών 21 - Μαχητής. Πλέον οι οπαδοί ανάγουν τους νεκρούς τους σε μαχητές, δεν εγκαλούν πλέον τους αντιπάλους, καθώς η μάχη συνεχίζεται. Άλλος ένας λοιπόν, πρόθυμος να χαθεί για ένα όνειρο, όσο τρομερό λάθος κι αν φαντάζει. Το θέμα είναι ότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ, να τον βοηθήσει να ξεφύγει από το λάθος του...
Γράφει ο Κώστας Μερκουράκης
Δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι