Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Κρίση: Τεχνολογική Αιτιοκρατία και Δημοσιογραφική Αιτιολογία



Γράφει ο Κώστας Μερκουράκης

Η κρίση όπως καθαρά μπορούμε να δούμε με την εμπειρία τεσσάρων και πλέον χρόνων στις πλάτες μας, λειτουργεί ως μηχανισμός που αλλάζει τα πάντα στην κοινωνία. Η αλλαγή αύτη δεν αφορά, φυσικά, μόνο τα οικονομικά μεγέθη αλλά επεκτείνεται σε κάθε πτυχή της κοινωνίας και της κοινωνικής ζωής: στους θεσμούς, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στη δημοσιογραφία. Επιπρόσθετα, επειδή κατέχει μια τόσο μεγάλη δύναμη μετασχηματισμού, έχει τη δυνατότητα να επιδρά και πάνω στις αντιλήψεις των ανθρώπων, στον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο, ακόμα και στην ίδια τους την ικανότητα – ειδικά μέσα στην ισχυρή πίεση που όλοι νιώθουμε - να τον προσεγγίζουν κριτικά και να τον κατανοούν.


Γι’ αυτό το λόγο, οι εμπειρίες των ιδίων των ανθρώπων που βιώνουν την κρίση μέσα από το χώρο της δημοσιογραφίας, μας οδηγεί σε ιδιαίτερα πλούσια και συνάμα χρήσιμα συμπεράσματα για τον τρόπο, τα εργαλεία και τις παραμορφώσεις μέσα από τα οποία σκέπτεται σήμερα ο χώρος. Οι αφηγήσεις γύρω από την κρίση στη δημοσιογραφία - όπως είναι αναμενόμενο – δεν ακολουθούν ένα σχήμα. Οι άνθρωποι στην προσπάθειά τους να κατασκευάσουν μια ερμηνεία και να σχηματοποιήσουν την επιχειρηματολογία τους αναπτύσσουν μεθοδολογίες. Οι τέσσερις συνεντεύξεις κι ο αλλιώτικος – στα σημεία - σχολιασμός περί κρίσης στον κλάδο και ακολούθως στα αίτια της είναι μια πολύ καλή πρώτη ύλη για να προχωρήσουμε στις αναζητήσεις μας.

Μια πρώτη διάκριση που οφείλουμε να καταγράψουμε είναι ανάμεσα στις αντιλήψεις που θεωρούν την αίτια της σημερινής κρίσης (στην περιοχή της δημοσιογραφίας) ως ενδογενή και σε αυτές που επικεντρώνονται στο να μεταφέρουν στο χώρο την «μεγάλη εικόνα». Κάπως έτσι, μια βασική συλλογιστική αντιμετωπίζει την κρίση σαν κάτι που η ιδία η πραγματικότητα του χώρου της ενημέρωσης παρήγαγε. Είτε επειδή κινούταν ήδη σε λάθος κατεύθυνση, είτε επειδή δεν πέτυχε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της εποχής και τη διάδοση νέων μορφών ενημέρωσης και επικοινωνίας, η εξήγηση για το πώς φτάσαμε ως εδώ περιλαμβάνει παράγοντες που κινούνται στο εσωτερικό κόσμο της δημοσιογραφίας. Η κρίση μπορεί να εισέρχεται σε αυτή την ανάλυση, αλλά μόνο ως επιπρόσθετος παράγοντας. Εξάλλου ο πιο συχνός ρόλος που της αποδίδεται είναι αυτός του «επιταχυντή», ένας ρόλος δηλαδή, που έχει να κάνει με την ένταση ή τη στιγμή των φαινομένων, αλλά όχι με την αιτία τους.

Από την άλλη μεριά, η κρίση στα σύνορα της δημοσιογραφίας μπορεί να εξηγηθεί σαν ένα φαινόμενο που η επίδραση ενός εξωτερικού παράγοντα προκαλεί και ανατροφοδοτεί. Τα κύρια αναλυτικά εργαλεία εδώ, είναι πολλές φορές ίδια με αυτά της γενικότερης συζήτησης για την κρίση και το πιο βασικό είναι πως ο εξωτερικός παράγοντας είναι ο καθοριστικός. Η κρίση επεκτείνεται στην δημοσιογραφία γιατί είναι κομμάτι της κοινωνίας μα και κάτι παραπάνω. Είναι εικόνα της, με την έννοια ότι αναπαρήγαγε στο εσωτερικό της, τις ίδιες τις παθογένειες της κοινωνίας. Από τις ανισότητες έως της αναπαραγωγή ενός ρηχού «lifestyle» κι από την άκριτη στάση απέναντι στην εξουσία ως τις αυθαίρετες παραδοχές πως αδυνατεί να αλλάξει, έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα που ήρθαν στη δημοσιογραφία «από τα έξω» και συγκεκριμένα το κοινωνικό περιβάλλον και την κρίση που το συνταράσσει.

Επιπλέον, ανακαλύπτουμε μια δεύτερη σημαντική διάκριση. Παρατηρούμε ότι στην ερμηνεία της κρίσης τα αίτια μπορεί να διαφέρουν, αλλά αναδεικνύεται η κοινή τους λειτουργία. Ανεξάρτητα από το αν είναι εσωτερικά ή εξωτερικά, λειτουργούν σαν ανεξάρτητη μεταβλητή, σαν ο παράγοντας δηλαδή, που η παρουσία του προκαλεί την μεταβολή των άλλων μεγεθών και την παράγωγη της ιδίας της κρίσης. Υπάρχουν βέβαια, διαφορετικοί τρόποι για να υποστηριχτεί η ανεξαρτησία των μεταβλητών.

Ένας τρόπος είναι η παρουσία της μέσα από τη σταθερότητα και τη συνέχεια της να παράγει αποτελέσματα. Εδώ όμως, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή μιας και μεταφερόμαστε μακριά από το ακαδημαϊκό πεδίο. Πολλές φορές οι άνθρωποι τείνουν να «φυσικοποιούν» κοινωνικά φαινόμενα κι έτσι να τους δίνουν μια σταθερότητα, που στην πραγματικότητα αυτά δεν έχουν. Οι πολλές παραλλαγές του: «Είμαστε έτσι σαν λαός», με χαρακτηριστικό παράδειγμα την έλλειψη προσαρμογής (το μόνιμο «έλλειμμα εκσυγχρονισμού» της ελληνικής κοινωνίας) μπορεί να μην είναι πάγιο στην πραγματική ζωή, ασφαλώς όμως λειτούργει σαν τέτοιο στη δομή της συγκεκριμένης αιτιολογίας.

Άλλος βασικός τρόπος είναι αυτός του παράγοντα που εμφανίζεται σε κάποιο σημείο της ιστορίας και η παρουσία του αλλάζει τη ροή των γεγονότων. Εδώ είναι η παρουσία όχι σαν διάρκεια, αλλά σε αντίστιξη με την απουσία του συγκεκριμένου παράγοντα το προηγούμενο διάστημα. Η ίδια η κρίση είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα: Η εμφάνιση της συμπίπτει με την κρίση του Τύπου και - για μια συγκεκριμένη «γραμμή» αιτιολόγησης - είναι και αυτή που την παράγει. Επιπλέον, ένα τέτοιο φαινόμενο είναι από τη φύση του παροδικό, καθώς ο μηχανισμός για την υπέρβαση του είναι εσωτερικός.

Είναι άξιο αναφοράς, ότι η προσπάθεια να στοιχειοθετηθεί μια ερμηνεία για την κρίση στο χώρο, συνεπάγεται και μια διαδικασία – όχι απαραίτητα συνειδητή - κατασκευής ενός θεωρητικού υποδείγματος. Οι ανθρώπου στην προσπάθεια τους να γενικεύσουν την εμπειρία τους και να κατανοήσουν τα όσα συμβαίνουν γύρω τους κινούνται στο χώρο της θεωρίας, στην ανίχνευση δηλαδή, των αιτιωδών νόμων, στην κατανόηση και την αιτιολόγησης τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η πρόκληση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε βρίσκεται στον τρόπο δημιουργίας των ερμηνειών: Σε μεγάλο βαθμό δεν είναι αποτέλεσμα έρευνας, αλλά προσωπικής παρατήρησης.

Πολύ δε περισσότερο, είναι επηρεασμένες κι από τη θέση του ατόμου (όχι μόνο το ότι είναι δημοσιογράφος, αλλά κι από άλλους παράγοντες, όπως αν είναι ικανοποιημένος από τη δουλεία του), καθώς επίσης κι από τις  πεποιθήσεις του. Πόσο μάλλον σε ένα θέμα όπως οι αίτιες της κρίσης, που το ίδιο το ερώτημα αναγκαστικά εμπλέκει και την πολιτική και κατά συνέπεια και τις σχετικές αντιλήψεις του ατόμου. Η κρίση της δημοσιογραφίας σαν σύμπτωμα της ενσωμάτωσης της στο σύστημα εξουσίας, είναι δεμένη με μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση που παρουσιάζει την κρίση σαν μια φούσκα στην οποία όλοι από κοινού ενίσχυσαν. Αυτό δεν αναιρεί απαραίτητα την ορθότητα μέρους επιχειρημάτων ή σχημάτων αιτιότητας, ωστόσο μας οδηγεί στο να τα υποβάλουμε στο κριτήριο της μεθοδολογικής συνέπειας, εκεί όπου αποδεικνύεται η συνοχή τους και η δυνατότητα τους να αποτελέσουν χρήσιμο θεωρητικό υπόδειγμα.

Προσεγγίζοντας κριτικά τις διαθέσιμες αντιλήψεις, μπορούμε να δούμε ότι πάνω στην προσπάθεια εξήγησης ενός τέτοιου φαινόμενου δε μπορεί παρά να συναντάμε σφάλματα, ελλείψεις και παρανοήσεις. Η ίδια η θέση του παρατηρητή άλλωστε, πολλές φόρες - όπως και εδώ - δεν είναι όχι μόνο αντικειμενική, αλλά ούτε καν ουδέτερη. Ερμηνεύοντας την κρίση ένας δημοσιογράφος δε μιλά για κάτι μακρινό σε αυτόν. Τοποθετείται για κάτι που βιώνει και το οποίο δεν επηρεάζει απλά τη ζωή του, μα κάτι πολύ περισσότερο∙ βρίσκεται στο επίκεντρό της.

Συνήθως, όταν ένα επιχείρημα εξυπηρετεί απολογητικούς σκοπούς, χρησιμοποιείται είτε όντας το ίδιο λάθος, είτε με λάθος τρόπο. Αυτό συμβαίνει γιατί τα άτομα αισθάνονται την ανάγκη να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ή την ομάδα στην οποία ανήκουν κι αυτή τους η ανάγκη υπερισχύει της κριτικής προσέγγισης της πραγματικότητας. Όπως για παράδειγμα το επιχείρημα που δικαιολογεί την αναξιοπιστία των δημοσιογράφων. Ένα τέτοιο επιχείρημα αρνείται να δει το ζήτημα ως ένα συνολικό πρόβλημα του κλάδου, φορτώνοντας το την ίδια στιγμή σε μεμονωμένους «κακούς δημοσιογράφους». Ακόμα περισσότερο η επίκληση της αναλογίας της αναξιοπιστίας των δημοσιογράφων με τα προβλήματα αξιοπιστίας που αντιμετωπίζουν άλλοι κλάδοι, διαμορφώνοντας μια αιτιολόγηση που βλέπει το ζήτημα σαν εξωτερικό πρόβλημα («υπάρχουν κακοί παντού») και που αρνείται να δει τις ειδικές εσωτερικές αίτιες που καθιστούν τη δημοσιογραφία σήμερα αναξιόπιστη για ένα σημαντικό κομμάτι κόσμου. Η βάση που ίσως έχει αυτή η αναλογία ακυρώνεται όταν χρησιμοποιείται με προσχηματικό τρόπο, απλά για να σταματήσει και όχι να εμβαθύνει την αναζήτηση των αιτιών.

Βάζοντας τακτικά στον πυρήνα της αιτιολογίας τους το ζήτημα της ανάπτυξης της τεχνολογίας και της διάδοσης του Ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σαν παράγοντα που έφερε την κρίσης της δημοσιογραφίας, πολλές φόρες πυροδοτείται ένας ιδιότυπος ντετερμινισμός. Συμφώνα με αυτόν, η τεχνολογική εξέλιξη απολαμβάνει έναν βαθμό αυτονομίας που την καθιστά ικανή να επηρεάζει με τα αποτελέσματα της την κοινωνία, παρόλο που τόσο η τεχνολογία όσο και η πρόοδος της δεν είναι κοινωνικά καθορισμένη, αλλά υπακούει σε μια αυστηρά εσωτερική επιστημονική λογική.

Στην αιτιολόγηση της κρίσης της δημοσιογραφίας – και ειδικά του εντύπου Τύπου - η αιτιολόγηση που βασίζεται στην άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του διαδικτύου, υπηρετεί μια τέτοια «τεχνολογική αιτιοκρατία». Ανεξάρτητα από το πόσο συγκεκριμένα φαινόμενα φαίνεται να την επιβεβαιώνουν, μια τέτοια αντίληψη ενέχει το σοβαρό κίνδυνο της μονομέρειας. Απομονώνοντας την τεχνολογία από το κοινωνικό περιβάλλον του οποίου αποτελεί δημιούργημα, ελλοχεύει ο κίνδυνος της ερμηνείας της κοινωνικής κίνησης σαν μια διαδικασία απλής τεχνολογικής προόδου ή οπισθοδρόμησης. Η ερμηνεία της κρίσης του Τύπου μέσω της παραπάνω προσέγγισης έχει έδαφος και ανταποκρίνεται σε υπαρκτές και ενεργές τάσεις. Η επιμονή όμως να παρουσιάζονται σαν οι βασικοί παράγοντες, οδηγεί σε μια μονομερή εξήγηση που αποκλείει ή υποβιβάζει άλλους εξίσου σημαντικούς παράγοντες.

Βάζοντας το θέμα στις σωστές του διαστάσεις οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως η τεχνολογική εξέλιξη είναι και η ίδια κοινωνικά καθορισμένη. Αυτό σημαίνει ότι επιδρούν πάνω της μια σειρά από παράγοντες εξωτερικοί προς αυτήν. Από τις πολιτικές αποφάσεις και το εκπαιδευτικό σύστημα, έως την πολιτιστική παράδοση και την οικονομική οργάνωση, το εύρος των παραγόντων που μπορεί να ενεργήσουν πάνω στη διαδικασία της τεχνολογικής εξέλιξης είναι σημαντικά μεγάλο. Η τεχνολογία με αυτόν τον τρόπο δεν χάνει την επίδραση της πάνω στην κοινωνία, αλλά την ασκεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο: αυτόν που ορίζει η ένταξη της σε δεδομένες κοινωνικές σχέσεις.

Η χρησιμοποίηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τους πολιτικούς, δεν άλλαξε για πολλούς τη σχέση τους με την κοινωνία, με την έννοια ότι υπάρχει η άποψη ότι ένα νέο μέσο δεν αλλάζει τον τρόπο που αρκετοί πολιτικοί αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με το λαό. Περισσότερο ενδιαφέρον ίσως έχει η σχέση της ενημέρωσης με τη διάδοση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Παρά τον κατακλυσμό της πληροφορίας, η απουσία κριτηρίων πολύ συχνά εμποδίζει το άτομο να φιλτράρει αυτές που είναι χρήσιμες, αξιόπιστες, ουσιαστικές ή να τις προσεγγίσει με κριτικό τρόπο. Εδώ είναι που παίζει ρόλο ο κοινωνικός παράγοντας και το σχήμα αιτιότητας βρίσκεται στην κοινωνιοκεντρική θεωρία.

Έχοντας μπροστά μας την κρίση της δημοσιογραφίας, η όλη συζήτηση για τα αναλυτικά εργαλεία και τη μεθοδολογία προσέγγισης της είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά ενδιαφέρον πεδίο. Η προσπάθεια να προσεγγιστεί όχι μόνο η πραγματικότητα, αλλά οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι επιχειρούν να την αποδώσουν είναι μια ζωντανή δοκιμασία. Μέσα από αυτήν φανερώνεται τόσο η δυνατότητα να ελέγξουμε την εγκυρότητα μιας θεωρίας ή ενός σχήματος αιτιότητας, όσο και η ιδία η ικανότητα μας να εξηγήσουμε το τι συμβαίνει γύρω μας. Είναι χρήσιμο να κρατήσουμε καλά στο μυαλό μας ότι τα αναλυτικά εργαλεία αποδεικνύουν τη χρησιμότητα τους εκεί που αναμετρούνται με τον πραγματικό προορισμό τους, στην ικανότητα τους να αναλύουν και να εξηγούν τον κόσμο.

Βιβλιογραφία

Van Evera S., Εισαγωγή στην Μεθοδολογία της Πολιτικής Επιστήμης | Αθήνα: Εκδ. Ποιότητα. [Κεφάλαιο 1, σελ. 21-64]