Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Μόλις τεσσάρων ετών Κρητικός

Γράφει ο Κώστας Μερκουράκης

Ο Μοχάμεντ είναι στο νοσοκομείο από το βράδυ της Παρασκευής της 4ης Μαρτίου. Υποδέχτηκε την άνοιξη αυτή, έχοντας πίσω του 40 ημέρες απεργίας πείνας, ώσπου αποφάσισε να σταματήσει και το νερό. Η απεργία δίψας, μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα επιβάρυνε ιδιαίτερα τον ήδη κουρασμένο οργανισμό του και εσπευσμένα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με αυτοκίνητο, για νοσηλεία. Είναι από το Μαρόκο και γεννήθηκε μόλις πριν από 22 χρόνια. Στα 18 έφυγε απ’ τη πατρίδα του, σε μια ηλικία που εγώ καλά καλά δεν είχα αφήσει το «game boy» από τα χέρια. Αυτός ταξίδεψε χιλιάδες χιλιόμετρα πεζός, για να φτάσει στην Κρήτη, στα Χάνια, στον τόπο μου.

Δουλεύει στη λαϊκή, εκεί που ακόμη βρίσκεις πράγματα από τα μέρη σου. Θησαυρούς της κρητικής γης που πλέον τους μαζεύουν οι μετανάστες. Μένει στο παλιό λιμάνι κι όμως ποτέ δεν έτυχε να συναντηθούμε. Έμελε να τον γνωρίσω σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Ήθελα να αποφύγω τη συζήτηση για τη δουλειά του, μόλις έμαθα πως ήταν «παγκίτης» της λαϊκής, καθώς η κουβέντα για το φαγητό ίσως να ήταν βασανιστική, μετά από τόσες μέρες νηστείας. Όμως εκείνος μιλούσε με τόση αγάπη για τα χόρτα και τα λαχανικά που βγάζουν τα χωράφια των Χανίων, τον τρόπο που τα μαγειρεύει, για τα χωριά στα οποία πηγαίνει για να μαζέψει τους καρπούς.

Ο κύριος Γιάννης στο δίπλα κρεβάτι είχε πατήσει τα 80, μόνος του, ήσυχος, απόλυτα ήρεμος. Πολιτικός μηχανικός του ΕΜΠ, μιλούσε υπέροχα την καθαρεύουσα.  Δε διαβάζει εφημερίδες, δε βλέπει τον Πρετεντέρη: «Φτωχά μυαλά, δε τους κάνει τη χάρη», μου είπε. Θυμάται όμως ακόμη τον Ηλία Ηλιού και ας μην ήταν Αριστερός και ας μην τον θυμάται κανείς στα σήμερα. «Μην ανάψεις το φως είναι ρομαντικά έτσι», μου είπε όταν μπήκα και κατάλαβα πως το χιούμορ είναι πολύτιμη πηγή ζωής. Είχε γνωριστεί με τον Μοχαμεντ. Μας περνούσε σχεδόν 60 χρόνια κι όμως μας απευθυνόταν στον πληθυντικό. Αναρωτιέμαι αν είχε μιλήσει ποτέ κανείς, με πληθυντικό ευγενείας, στο νεαρό μετανάστη. Η καρτέλα μπροστά στο κρεβάτι του, φανέρωνε ένα κρητικό επίθετο: «Ντόπιος, από το Βύρωνα είμαι, όμως ο παππούς μου κρατούσε από το Σπήλι Ρεθύμνου», μου απάντησε. Δεν γνώριζε όμως ούτε το «σταμναγκάθι», μήτε τους «ασκολίμπρους», τους οποίους υμνούσε ο μόλις τεσσάρων ετών Κρητικός.

Όχι δεν μπορούσα να κατηγορήσω τη μνήμη του κύριου Γιάννη, ούτε να αμφισβητήσω τις γνώσεις του. Ίσα ισα που κάθε λεπτό μας εντυπωσίαζε με τη διαύγεια της σκέψης του. Είναι κάτι άλλο πιο βαθύ. Στερούν από τον Μοχάμεντ τη πατρίδα που κέρδισε, τη ζωή που διεκδικεί. Το κρητικό το χώμα το γνωρίζει καλύτερα από εμένα. Εμείς  λες και φοβόμαστε να κατεβούμε από το αμάξι - δε πατάμε πια τη γη. Η αποφασιστικότητα των απεργών πείνας, η αξιοπρέπεια με την οποία δίνουν τον αγώνα τους, επέβαλε το σεβασμό απέναντί τους. Και θα κερδίσουν. Γιατί ακόμα στέκονται στα πόδια τους μετά από τόσα και τόσα, γιατί έμαθαν να πατούν γερά στη γη και να την τιμούν. Εκείνη ποτέ δε ξεχνά· δεν αδικεί. Μόνο οι άνθρωποι που ξέχασαν να περπατούν πάνω της.

Δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι