Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Υπολανθάνουσες θεωρίες πολιτικών για τις επιδράσεις των μέσων επικοινωνίας

Γράφει ο Κώστας Μερκουράκης

Η εκδίπλωση των ηλεκτρονικών Μέσων πιθανά αποτελεί μια ακόμη φάση μετασχηματισμού στη σύντομη ζωή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Η ορμή κι ο απρόοπτος χαρακτήρας αυτού του μετασχηματισμού δύσκολα μπορεί να τύχει πρόγνωσης κι αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές σήμερα, που ζούμε στο μεταίχμιο μιας εποχής εκρηκτικών ανατροπών στα Μέσα. Είναι χαρακτηριστικό των σχετικών συζητήσεων για τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, το γεγονός ότι συνήθως σχετίζονται με τα αποτελέσματα, τις παθογένειες ή τα προβλήματα που παρατηρούνται και όχι με τις προοπτικές, τις δυνατότητες ή τις ευκαιρίες που παρατηρούνται.


Η συζήτηση (πρακτικά Βουλής 11-12/7/1995) που καλούμαστε να εξετάσουμε, σχετικά με την επιβολή ρυθμιστικού πλαισίου στα ιδιωτικά κανάλια, χαρακτηρίζεται από αυτήν ακριβώς την «αμηχανία». Το πολιτικό προσωπικό της εποχής μοιάζει ανήμπορο να τοποθετηθεί μπροστά από τις εξελίξεις, περιοριζόμενο στην αναπαραγωγή αποσπασματικών αναλύσεων και στην εισαγωγή έξωθεν λύσεων. Το τέλος της χιλιετίας εξάλλου, βρίσκει τόσο την Ευρώπη, όσο και την Ελλάδα σε πορεία απορρύθμισης του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Μόλις λίγους μήνες πριν τη συγκεκριμένη συζήτηση, προηγήθηκε ένα άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Οπτικοακουστικών (Φεβρουάριος 1995) στο Μπορντό της Γαλλίας. Στο συγκεκριμένο Συμβούλιο η Ελλάδα - μέσω του τότε Υπουργού Τύπου, Ευάγγελου Βενιζέλου - φάνηκε να εναρμονίζεται με την υπόλοιπη Ευρώπη, που εμφανίζεται ανήσυχη για την αμερικανική επέλαση τηλεοπτικών προϊόντων.

Συνεπώς, η όποια προσπάθεια ερμηνείας και ανάλυσης της συγκεκριμένης συζήτησης οφείλει να συνεκτιμά την τότε διαμόρφωση του εγχώριου και διεθνούς ραδιοτηλεοπτικού σκηνικού, τις πολιτικές σκοπιμότητες, την ιστορική εμπειρία, όπως επίσης και την πολιτική συγκυρία μέσα στην οποία διαδραματίστηκε η ψήφιση του νομοσχεδίου.

Ξεκινώντας με την ανάλυση της τοποθέτησης του κ. Σοφούλη θα αναδείξουμε τα παρακάτω αποσπάσματα αυτής: (σελ. 225) «Αντίθετα η άλλη πιθανή θεωρία παραδέχεται πως […] σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα της κοινωνίας να αντιστέκεται» και παρακάτω «ο μόνος τρόπος για να επέλθουν τα παθογενή αποτελέσματα […] κυρίως από το πολιτικό σώμα». Με βάση αυτά μπορούμε να πούμε πως η λειτουργική θεωρία που φαίνεται να χρησιμοποιεί στο λόγο του, προσομοιάζει στη «Θεωρία της επιρροής των Μέσων υπό διαπραγμάτευση»1. Η συγκεκριμένη θεωρία αναφέρει πως για να φτάσει το άτομο να αποδεχτεί το μήνυμα των Μέσων, υπάρχει ένας συλλογικός μηχανισμός και μια συλλογική διαδικασία στην κοινωνία, που προετοιμάζει το βαθμό με τον οποίο θα είναι δεκτικός ο πολίτης στο μήνυμα των Μέσων.

Για τον κ. Σοφούλη, η στάση της κοινωνίας, παρότι είναι εξωτερικό αίτιο2, παίζει καθοριστικό ρόλο στο ποιες πολιτικές αντιλήψεις θα προωθηθούν μέσω των ΜΜΕ. Θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα, ότι η διάκριση του κοινωνικού περιβάλλοντος από τις συμπεριφορές, τις πρακτικές και τις αντιλήψεις των ανθρώπων, στον τρόπο που διατυπώνεται το επιχείρημα, είναι δυσδιάκριτη. Κι αυτό γιατί, όπως αναφέρει ο βουλευτής, η κοινωνία είναι ένα σύνολο με λειτουργίες και δυνάμεις οι οποίες δεν είναι ουδέτερες, ούτε λειτουργούν ως περιβάλλον γενικά, αλλά λειτουργούν ως φορείς συγκεκριμένων ιδεών και αντιλήψεων που επιτρέπουν ή όχι στα Μέσα να παίξουν τον αντίστοιχο ρόλο κι άρα ως ένα βαθμό, σαν εσωτερικοί παράγοντες με την έννοια των πολιτικών αντιλήψεων.

Περνάμε στην ομιλία του κ. Κασσίμη και συγκεκριμένα στο σημείο: (σελ. 229) «Γνωρίζουμε κύριοι συνάδελφοι πως κανείς δεν παρακολουθεί ένα δελτίο ειδήσεων […] μήπως και βρουν ποια είναι η πραγματική αλήθεια» θα συναντήσουμε μια λειτουργική θεωρία πολύ κοντά στη θεωρία των «Ισχυρών αλλά αλληλοαναιρούμενων επιδράσεων»3. Το Μέσο είναι ισχυρό κι έτσι ο μέσος τηλεθεατής περιμένει από την τηλεόραση να ακούσει μια αλήθεια, ωστόσο τα περιεχόμενα των μηνυμάτων που εκπέμπονται αλληλοαναιρούνται κι έτσι ο τηλεθεατής πολλές φορές καταλήγει σε σύγχυση και αναζήτηση. Ο βουλευτής έχει την πεποίθηση πως τα Μέσα δυσχεραίνουν τη δυνατότητα των ανθρώπων να αποκτήσουν μια εικόνα της πραγματικότητας και με αυτόν τον τρόπο δοκιμάζεται και η προσπάθεια των πολιτικών να επικοινωνήσουν τις απόψεις τους στο κοινό.

Για τον κ. Κασσίμη τα Μέσα θεωρούνται ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στη Δημόσια κουβέντα κι αυτό δεν το αποδεικνύει μόνο η επιτυχία τους, αλλά και το πόσο σημαντικό - κατά τη γνώμη του - πρόβλημα είναι το φαινόμενο αναξιοπιστίας που παραθέτει. Από την ανάλυση του συνάγεται πως τα ΜΜΕ είναι σημαντικά στην πολιτική γιατί κατά ένα μεγάλο μέρος δουλεύουν με ανάλογο τρόπο. Προσπαθούν - ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνουν - να οργανώσουν και να επικοινωνήσουν αφηγήσεις και αντιλήψεις για τον κόσμο. Αυτή του η άποψη συμπυκνώνεται με τη φράση «τρεις, τέσσερις αλήθειες» στο τέλος του αποσπάσματος.

Εξετάζοντας την τοποθέτηση του κ. Νικόπουλου και ειδικά το σημείο: (σελ 231) «Το δεύτερο προϋποθέτει μια παιδεία […] η παρέμβαση και η επιρροή την οποία ασκεί η ραδιοτηλοψία είναι πάρα πολύ μεγάλη, έως απεριόριστη», θα αντικρίσουμε στα λεγόμενα του σχεδόν αυτούσια τη «Θεωρία του Μέσου». Επειδή το Μέσο (η τηλεόραση εν προκειμένω) απαιτεί μικρές απαιτήσεις όσον αφορά στη γνωστική ικανότητα του δέκτη, γι’ αυτό το λόγο έχει πολύ ισχυρή επιρροή (σε αντίθεση με τον γραπτό Τύπο). Κατά τη διάρκεια παρακολούθησης προγραμμάτων στην τηλεόραση από τους τηλεθεατές, ενεργοποιούνται σε πολύ μικρότερο βαθμό οι γνωστικές διαδικασίες σε σχέση με τους ανθρώπους που διαβάζουν μια εφημερίδα.

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του σημειώνει: (σελ. 232) «Η ρ/σ παραμένει κοινωνικό αγαθό […] θα εξασφαλιστεί η πολυμέρεια». Έμμεσα αλλά εμφανώς, ο κος Νικόπουλος αναγνωρίζει ότι τα Μέσα μετασχηματίζουν τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο πολιτικός ανταγωνισμός και μπορούν να δώσουν σημαντικό πλεονέκτημα σε μια άποψη, ανάλογα με την έκταση και την προβολή που θα της δώσουν ή με τον τρόπο που θα την παρουσιάσουν, βρίσκει στην πολυμέρεια το μηχανισμό – τη δικλείδα ασφαλείας για να υπάρξουν όροι «υγιούς» ανταγωνισμού, των διάφορων πολιτικών απόψεων στα Μέσα και κατ΄ επέκταση στην κοινωνία. Στα παραπάνω φαίνεται πως παίζει ρόλο ο προβληματισμός του για τον συνδυασμό των προβλημάτων ποιότητας – αντικειμενικότητας και ελευθερίας στις εκπομπές από τη μια κι από την άλλη, του αγώνα των πολιτικών για την προβολή της άποψης του στα Μέσα απουσία Πολυμέρειας. Αυτό του τροφοδοτεί μια ανησυχία για το πώς μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να επηρεάσει και στην ουσία να βάλει χαρακτηριστικά και όρους στην πολιτική ζωή της χώρας, αντί να συμβεί το αντίθετο.

Μελετώντας το σύνολο της εκτενούς τοποθέτησης του εκπροσώπου του ΚΚΕ κ. Κόρακα, προκύπτει πως δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα ο τρόπος που τα Μέσα επηρεάζουν το κοινό, αφού σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του κάτι τέτοιο είναι δεδομένο. Γι’ αυτόν το Μέσο είναι ένας πολύ ισχυρός μηχανισμός μετάδοσης μηνυμάτων και σημασία έχει ποιος έχει τη δυνατότητα να τον αξιοποιεί: το Κράτος ή το Κεφάλαιο. Συνεπώς, από τα λεγόμενα του συνάγεται πως συγκλίνει με τη «θεωρία των Πανίσχυρων Μέσων»4 και ίσως αυτή του η άποψη να δομείται γύρω από το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος στον οποίο ανήκει, δεν έχει σημειώσει σημαντικές πολιτικές επιτυχίες – τουλάχιστον σε επίπεδο εκλογικών αποτελεσμάτων - κι έτσι προκύπτει η αναγκαιότητα να αναζητηθούν και να αποδοθούν ευθύνες σε εξωγενή παραγωγικά αίτια5.

 Εστιάζοντας στο κομμάτι: (σελ. 234) «Το νομοσχέδιο αυτό, όχι μόνο νομιμοποιεί την υπάρχουσα κατάσταση [...] παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις της» ο κ. Κόρακας εκτιμά πως τα ΜΜΕ - που είναι προσδεδεμένα στο μεγάλο κεφάλαιο – συντελούν σε μια κατάσταση αποκλεισμού, παράγουν υποκουλτούρα κτλ. Αυτό προφανώς δεν είναι μια ρητή παραδοχή του ίδιου του Κόρακα, αλλά μπορεί να είναι μια εξήγηση του γιατί αυτή η λειτουργική αντίληψη για τα Μέσα είναι τόσο ισχυρή τόσο στο συγκεκριμένο άτομο, όσο και στον πολιτικό του χώρο. Επιπρόσθετα, επειδή ο κ. Κόρακας ανήκει σε ένα κόμμα με μειωμένες προσδοκίες για το ρόλο που θα παίξουν τα (κατεστημένα) ΜΜΕ στην προώθηση της δικής του αντίληψης, γι’ αυτό το λόγο τείνει να υποβαθμίζει όχι τις δυνατότητές τους, αλλά το ρόλο των ΜΜΕ στην πραγματοποίηση των πολιτικών του στόχων.

Τέλος, ο κ. Κόρακας είναι πιθανό να συμβαδίζει άθελα του με ριζοσπαστικές μελέτες για τα ΜΜΕ που απλουστευτικά χρεώνουν τα δημόσια ΜΜΕ στο κράτος και τα ιδιωτικά στους ιδιοκτήτες. Σύμφωνα με τον Καράν6, τα ΜΜΕ είναι υποχρεωμένα να παραμένουν επικερδή, να διατηρούν τη δημόσια νομιμότητα και να αποφεύγουν την κοινωνική αποστροφή. Μπορούν επίσης να επηρεαστούν από τις επαγγελματικές ανησυχίες του προσωπικού τους (Αυτοί είναι παράγοντες που εν δυνάμει λειτουργούν ενάντια στην υποταγή των ιδιωτικών ΜΜΕ στα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους).

Κρίνοντας από την ομιλία του κ. Καψή, αλλά κι άλλων συναδέλφων του, διαπιστώνουμε πως πολλές φορές τα ιδεολογικά σύνολα που έχουν οι άνθρωποι στο μυαλό τους είναι εγγενώς αντιφατικά. Κι αυτή ίσως είναι η καλύτερη απόδειξη πως είναι κοινωνικά κατασκευασμένα. Δεν είναι ασυνήθιστο να συνυπάρχουν περισσότερες από μια αντιλήψεις ή ιδεολογήματα στο κεφάλι ενός ανθρώπου, οι οποίες - αν δεν είναι αντιφατικές - μπορεί να μην είναι πλήρως συνεκτικές. Αν σταθούμε σε δύο διαφορετικά σημεία της αγόρευσης του βουλευτή «Μπορούμε να συμφωνήσουμε πως τα ΜΜΕ αποτελούν τεράστιο σύγχρονο όπλο στα χέρια αυτών που τα ελέγχουν» (σελ 241) και «Κάνουμε το λάθος […] καταλαβαίνεται τον εντυπωσιασμό της εικόνας της τηλεόρασης» (σελ 242) θα συναντήσουμε στη μεν πρώτη περίπτωση τη «θεωρία των πανίσχυρων Μέσων», στη δε δεύτερη τη «θεωρία του Μέσου».

Οι δύο αυτές θεωρίες συναντώνται σε διαφορετικές ιστορικές φάσεις ανάλυσης των επιδράσεων των Μέσων, ωστόσο πιθανά στο μυαλό του κ. Καψή, αυτό που λειτουργεί σα συγκολλητική ουσία, είναι ότι και στη μια και στην άλλη περίπτωση, τα εσωτερικά αίτια θεωρούνται ασήμαντα. Η πιο σωστά, τα εξωτερικά παραγωγικά αίτια κρίνονται εδώ ως πανίσχυρα και τα εσωτερικά σχεδόν μηδενίζονται7. Αυτό φαίνεται τόσο από το σημείο της ομιλίας του που παρομοιάζει τα Μέσα με «υπερόπλα», αλλά και σε άλλο σημείο που κάνει λόγο για «παθητικούς δέκτες». Επίσης, τείνει να καταλογίζει τα παραγωγικά αίτια ως εξωτερικά κι αυτό μπορεί να έχει διάφορες αιτίες: Ίσως θέλει να αποποιηθεί σαν πολιτικός την ευθύνη για τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία, ίσως πάλι υπόρρητα αναπαράγει στο εσωτερικό του μια αντίληψη ότι οι άνθρωποι είναι απλά δέκτες που κάποιος τους «ταΐζει» μηνύματα.

Στην αρχή της ομιλίας του κ. Ρέππα «Η δημόσια ζωή είναι τηλεοπτική […] για να εκμαιεύσει την αντίστοιχη απόφαση» (σελ 243-244) συναντάμε για μια ακόμη φορά τη «θεωρία του Μέσου». Οι εικόνες παιδιών που πέθαιναν από την πείνα και η εικόνα με το πτώμα ενός Αμερικανού στρατιώτη επιτυγχάνουν και επιταχύνουν την επίδραση στο κοινό, ακριβώς λόγω της φύσης του Μέσου. Στο ίδιο σημείο στεκόμαστε στη φράση του κ. Ρέππα «Είμαι βέβαιος ότι αυτό μπορεί να ήταν έργο κάποιου που ήθελε να σταματήσει την επέμβαση» για να δούμε πως, πέρα του ότι φλερτάρει με θεωρίες συνομωσίας, ταυτόχρονα θεωρεί ότι τα εξωτερικά παραγωγικά αίτια είναι σημαντικά και λειτουργούν ως εξής: «Κάποιος που ήθελε», δηλαδή, μια θέση σε ζήτημα πολιτικής - ένας εσωτερικός παράγοντας που λειτουργεί και παράγει αποτελέσματα δια μέσου του εξωτερικού. Συνεπώς, η αιτιότητα είναι περισσότερο ένας συνδυασμός εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων, παρά η αναγωγή ενός από τα δύο σαν κύριος και αποκλειστικός αιτιακός παράγοντας. Κι ενώ το εσωτερικό αίτιο είναι μόνιμο και σταθερό (κάποιος που θέλει να σταματήσει την επέμβαση), το εξωτερικό είναι ασταθές8 (ότι βγήκε το πτώμα ενός ανθρώπου σαν τηλεοπτική εικόνα).

Θέλοντας να ερμηνεύσουμε το επίπεδο ανάλυσης με το οποίο λειτουργεί ο κ. Ρέππας, θα μπορούσαμε να εικάσουμε πως είναι περισσότερο ενταγμένο μέσα τη λειτουργία του πολιτικού παιχνιδιού. Άρα παρατηρεί τη λειτουργία των Μέσων, υπό το πρίσμα του πως αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προωθηθεί η μια ή η άλλη πολιτική θέση ή άποψη9, κάτι που είναι δυνατό, αλλά διόλου δεδομένο ή προκαθορισμένο.

Τέλος, ο κ. Κοτσώνης στο σύνολο σχεδόν της τοποθέτησης του αναπαράγει τη «θεωρία της Μεσοποίησης της πολιτικής»10 που μιλά για την ανάγκη των πολιτικών να προσαρμόζονται στα επικοινωνιακά καλούπια που ετοιμάζουν τα ΜΜΕ, προκειμένου να κάνουν πολιτική. Η αντίληψη του για το πώς τα Μέσα επηρεάζουν την πολιτική γενικά, αλλά και την πολιτική προοπτική του ίδιου, αποκρυσταλλώνεται στο σημείο όπου τονίζει πως: «Η μόνη ελπίδα πολυφωνίας ξεπηδά στους μικρούς περιφερειακούς σταθμούς […] κάθε δυνατότητα πολυφωνίας».

Το γεγονός ότι ρίχνει το βάρος στους μικρούς περιφερειακούς σταθμούς, φανερώνει την πεποίθηση του πως αποτελούν προνομιακό πεδίο για να παρέμβει και να αναζητήσει βήμα. Είναι εμφανής η προσπάθειά του να καταστρώσει μια στρατηγική για την εκπλήρωση προσωπικών πολιτικών του στόχων11 κι επειδή δεν κατατάσσει τον εαυτό του στους «20 που έχουν προβολή στα ΜΜΕ», θεωρεί ότι το πεδίο εκείνο που μπορεί να του δώσει τη δυνατότητα να απευθυνθεί στον κόσμο είναι η τοπική τηλεόραση. Είναι κλασσική περίπτωση στην οποία οι αντιλήψεις του ανθρώπου για το ρόλο που παίζουν τα Μέσα στην εκπλήρωση των πολιτικών του στόχων έμμεσα καθορίζουν τη συμπεριφορά και τις πρακτικές του, κάτι που το βλέπουμε μέσα από τον τρόπο που χρησιμοποιεί ο Tsafti στην ανάλυση του.
 

 

1 ΜακΚουέιλ, Η Θεωρία της Μαζικής Επικοινωνίας για τον 21ο Αιώνα | Αθήνα 2003, Εκδ. Καστανιώτη, σελ 482-483.

2 Σαμαράς Αθ. Ν, Σημειώσεις μαθήματος πολιτικής διπλωματίας μέρος Α | Τμήμα Διεθνών κι Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, παν. έτος 2013-14, σελ.121-146.

3 Σαμαράς Αθ. Ν., Τηλεοπτική Πολιτική Διαφήμιση Στην Ελλάδα, 1993-2007 | Αθήνα 2008, Εκδ. Καστανιώτης - Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων, σελ. 55-56.

4 ΜακΚουέιλ, Η Θεωρία της Μαζικής Επικοινωνίας για τον 21ο Αιώνα, | Αθήνα 2003, Εκδ. Καστανιώτη, σελ 479.

5 Σαμαράς Αθ. Ν «Σημειώσεις μαθήματος πολιτικής διπλωματίας μέρος Α» Παν. Έτος 2013-14 σ.121-146.

6 Curran J., Μέσα επικοινωνίας και εξουσία | Αθήνα 2005, Εκδ. Καστανιώτης, σελ. 328.

7 Σαμαράς Αθ. Ν, Σημειώσεις μαθήματος πολιτικής διπλωματίας μέρος Α | Τμήμα Διεθνών κι Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, παν. έτος 2013-14, σελ.121-146.

8 Στο ίδιο, σελ.121-146.

9 Jonathan Cohen, Yavir Tsafti, Tamir Sheafer, The influence of presumed media influence in politics | Public Opinion Quarterly, Vol. 1, No. 0 2008, pp. 1–14.

10 Κουντούρη Φ., Η επικοινωνιακή διάσταση της πολιτικής. Η διαμόρφωση του κομματικού σκηνικού υπό την κυριαρχία των ΜΜΕ στον δημόσιο χώρο | Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 35, σελ.57-88, 2010.

11 Στο ίδιο, σελ.57-88.