Γράφει ο Κώστας Μερκουράκης
Αφόρητη ζέστη. Μπήκα στο ταξί, που δεν ήταν ταξί ή πιο σωστά ήταν κίτρινο, δεν είχε σημαία και δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, μιας και χιλιάδες συνάδελφοί του βρίσκονταν στο Σύνταγμα. Εγώ περίμενα στη στάση του λεωφορείου και εκείνο σταμάτησε μπροστά μου. Ένας «ιδιοκτήτης ταξί» - ναι από αυτούς που δείχνουν τα δελτία το βράδυ - γέρνει στο κάθισμα του συνοδηγού και πίσω από το τζάμι με ενημερώνει πως μπορεί να με μεταφέρει στον προορισμό μου. Δεν έδειχνε βάρβαρος, ούτε τόσο τρομακτικός όσο τον παρουσιάζουν τα «παράθυρα» και έτσι δεν αρνήθηκα της αναπάντεχης προσφοράς. Αμάρτησα το ξέρω, παραμερίζοντας τους ηθικούς φραγμούς μου - καταπατώντας την ταξική μου συνείδηση.
Αφόρητη ζέστη. Μπήκα στο ταξί, που δεν ήταν ταξί ή πιο σωστά ήταν κίτρινο, δεν είχε σημαία και δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί, μιας και χιλιάδες συνάδελφοί του βρίσκονταν στο Σύνταγμα. Εγώ περίμενα στη στάση του λεωφορείου και εκείνο σταμάτησε μπροστά μου. Ένας «ιδιοκτήτης ταξί» - ναι από αυτούς που δείχνουν τα δελτία το βράδυ - γέρνει στο κάθισμα του συνοδηγού και πίσω από το τζάμι με ενημερώνει πως μπορεί να με μεταφέρει στον προορισμό μου. Δεν έδειχνε βάρβαρος, ούτε τόσο τρομακτικός όσο τον παρουσιάζουν τα «παράθυρα» και έτσι δεν αρνήθηκα της αναπάντεχης προσφοράς. Αμάρτησα το ξέρω, παραμερίζοντας τους ηθικούς φραγμούς μου - καταπατώντας την ταξική μου συνείδηση.