Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Που βαδίζει το ΚΚΕ;

Γράφει ο Κώστας Μερκουράκης

Η λογική λέει πως η συζήτηση στις τάξεις του ΚΚΕ αργά ή γρήγορα θα ανοίξει. Γιατί, όταν επί πολλά χρόνια διατηρείς τα ηνία στον χώρο της Αριστεράς και μάλιστα έχεις βραβευτεί για τη συνέπεια και την αταλάντευτη στάση σου σε μια σειρά από ζητήματα, όταν τα ποσοστά σου διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα και σου χαρίζουν τη δυνατότητα να ασκείς αξιοπρεπή αντιπολίτευση, τότε οι φωνές κριτικής εύκολα πέφτουν στο κενό.


Όμως τώρα τι γίνεται; Τώρα που το ΚΚΕ χάνει το «πάνω χέρι» στην Αριστερά - όσο κι αν επιμένει μανιωδώς τα τελευταία χρόνια να μην αυτό-τοποθετείται στα Αριστερά του πολιτικού φάσματος – και ταυτόχρονα περιορίζεται σε «δευτερότριτο» αντιπολιτευτικό ρόλο.

Τι γίνεται όταν σε μια πρωτόγνωρη συστημική κρίση δεν καταφέρνεις να συναντηθείς με τα κομμάτια εκείνα της κοινωνίας που πλήττονται και μάλιστα όταν αυτά βρίσκονται ταξικά στο χώρο με τον οποίο επιθυμείς να δώσεις μάχες;

Τι γίνεται, τέλος, όταν πλασάρεσαι στην 5 θέση και σ’ έχει προσπεράσει ένα κόμμα που μετρά μια ιδιαίτερα σύντομη κομματική ζωή λίγων εβδομάδων ή όταν φουντώνει δίπλα σου το ναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής, το οποίο είδε τα ποσοστά του να εκτινάσσονται.

Με όλα αυτά ως δεδομένα, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως στον Περισσό κάτι πήγε εξαιρετικά «λάθος» όλο το προηγούμενο διάστημα. Και ιδιαίτερα στην προεκλογική τακτική, η οποία αντανακλούσε μια αναποτελεσματική κομματική «γραμμή». Για το λόγο αυτό, εξάλλου, από τις εκλογές του 2009 έως αυτές τις 6ης Μάιου το ΚΚΕ κατάφερε να εισπράξει μόλις 20.000 ψήφους, την ίδια ώρα που ο έτερος ριζοσπαστικός χώρος είδε 700.000 ψηφοφόρους να τον εμπιστεύονται, με τους περισσότερους για πρώτη φορά.

Μένει να δούμε τι στρατηγική θα ακολουθήσει το ΚΚΕ τις επόμενες μέρες. Αν κρίνουμε, όμως, από τα όσα σχολίασε το βράδυ των εκλογών η Α. Παπαρήγα, για το αποτέλεσμα των εκλογών, τότε δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε πολλά.

Επί χρόνια το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει επιλέξει αυστηρά σκληρή «γραμμή» τόσο στον τρόπο λειτουργίας, όσο και στην εξωστρεφή του δράση, γεγονός που το εμποδίζει να κάνει έστω και μικρά βήματα μακριά της. Πόσο μάλλον, να προχωρήσει σε γόνιμη αυτοκριτική για τα νέα δεδομένα που φέρνει η συγκυρία.

Φαντάζει πολύ πιθανό να δούμε το ΚΚΕ να διατηρεί στάση αναμονής και να ποντάρει σε μια ρητορική που θα κάνει λόγο για «ευκαιριακή άνοδο» και «αφερεγγυότητα» του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι πιθανό να περιμένει το «ξεφούσκωμα» του ρεύματος που έχει το κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και να ελπίζει πως θα ξαναγίνει ο κυρίαρχος παίκτης στο χώρο της αντιπολίτευσης.

Έτσι κι αλλιώς, αυτόν τον ρόλο επέλεξε προεκλογικά η Α. Παπαρήγα, αν και η μαύρη αλήθεια είναι πως στο μεγαλύτερο διάστημα τις προεκλογικής περιόδου περιορίστηκε στο να ασκεί αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ και να αναζητά έξυπνες ατάκες για να αποκρούσει τις επιθέσεις ενότητας. Άσχετα αν είναι χρήσιμη μια τέτοια προοπτική για την κοινωνία ή όχι.

Όποιος ελπίζει πως μπορεί τούτη την περίοδο η Αριστερά να πρωταγωνιστήσει από κοινού και να δώσει λύσεις εξόδου από την εξαθλίωση που σχεδιάζει το μνημονιακό μπλοκ, θα πρέπει να γνωρίζει ότι τέτοιου είδους ραγδαίες αλλαγές είναι εξαιρετικά δύσκολο να τις αφομοιώσουν στον Περισσό.

Από την άλλη, μια νέα λάθος επιλογή, σε μια ενδεχόμενη νέα εκλογική μάχη θα μπορούσε να πετάξει το ΚΚΕ έξω από την υπόθεση «αντίστασης» στις επιθέσεις που δέχονται τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα ή να το αφήσει σε ρόλο κομπάρσου του πολιτικού συστήματος.

Τι θα μπορούσε να προσφέρει στον κόσμο της δουλειάς ένα τέτοιο αποτρόπαιο μέλλον;

Μπορεί το ΚΚΕ να ελπίζει πως υπάρχει ακόμα χρόνος και χώρος να οργανώσει μόνο του τις αντιστάσεις ή θα περιμένει ένα αργό τέλος της κοινωνίας επειδή εκείνο «τα είχε προβλέψει»; Έχει την πολυτέλεια να αφήνει και να αφήνεται από τις εξελίξεις;

Η απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα είναι κάτι παραπάνω από απλή: όχι.

Ας ελπίσουμε πως θα πράξει αναλόγως, λοιπόν…

Δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι