Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Οι βουβουζέλες σώπασαν...

Γράφει ο Κώστας Mερκουράκης 

Ο μέσος όρος ζωής ενός μέσου Έλληνα έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Γεγονός που είναι ενθαρρυντικό για τη ψυχολογία μας καταρχήν αλλά και για άλλον έναν πολύ σημαντικό λόγο· το Μουντιάλ. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό ευελπιστώ να παρακολουθήσω τουλάχιστον 15 διοργανώσεις. Επίσης είναι σίγουρο πως οι στιγμές , οι συγκινήσεις, οι χαρές, οι απογοητεύσεις και οι εκπλήξεις των Παγκόσμιων κυπέλλων  είναι πεπερασμένες σε αριθμό και θα με συντροφεύουν κατά τη διάρκεια της ζωής μου, προσθέτοντας λίγο από αυτή τη μαγεία, την ομορφιά του ποδοσφαίρου.

Αν έπρεπε πάση θυσία να απεικονίσω με μια ζωγραφιά το τελευταίο Μουντιάλ μάλλον θα προσπαθούσα να σχεδιάσω μια βουβουζέλα καθώς μέσα σε λίγες μόνο μέρες κατάφερε να πρωταγωνιστήσει, να γίνει μόδα, να αποθεωθεί, να εκνευρίσει και εν τέλει να αποκαθηλωθεί. Το τελευταίο Παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου πέτυχε να αφήσει το στίγμα του, κατάφερε να συνδέσει το κοινωνικό με το αθλητικό και επιβράβευσε τους πάντες με το θέαμα που προσέφερε. Μια χώρα που μαστίζεται από τη φτώχεια και την εγκληματικότητα κατάφερε να φορέσει τα καλύτερα της και να υποδεχτεί τους εκλεκτούς του ποδοσφαιρικού πλανήτη με επιτυχία. Ταυτόχρονα κατάφερε να ικανοποιήσει όλους τους προκατειλημμένους, τους υπερόπτες και τους ευερέθιστους. Προσοχή, η γιορτή δεν έδωσε λύση, απλώς επικάλυψε τις ασχήμιες και έφερε στο προσκήνιο τις ομορφιές, τα καλά, τις δυνατότητες. Ναι η γιορτή πάντα είναι χαρά και το ποδόσφαιρο έχει την ικανότητα να δίνει χαρά σε όσους την αναζητούν στις τάξεις του.

Το πρόσωπο του Μουντιάλ δεν ήταν ο Μέσι. Ούτε ο τελικός αποτέλεσε πεδίο σύγκρουσης δύο μεγαθηρίων όπως πολλοί θα περίμεναν. Η μάχη μεταφέρθηκε αποκλειστικά στα Ευρωπαϊκά σύνορα, με τον υπόλοιπο πλανήτη να αποζημιώνεται από την εξαιρετική πορεία προς τον τελικό και των δύο ομάδων, Ισπανίας και Ολλανδίας. Η μεν πρώτη, ως φυσική συνέπεια κατέληξε τροπαιούχος, καθώς απέδειξε ότι το Ισπανικό ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια συνεχώς ανεβαίνει όχι μόνο σε συλλογικό επίπεδο αλλά και σε εθνικό. Η έτερη φιναλίστ του τελικού αν και αποτέλεσε έκπληξη του καλοκαιριού μάλλον φεύγει με τη πικρία της – μεγάλης – χαμένης ευκαιρίας, αλλά και των εκπληκτικών εμφανίσεων.

Η προσοχή στρέφεται στους πρωταγωνιστές, είναι λογικό. Όχι όμως και το αποκλειστικό ενδιαφέρον. Μπορεί κανείς να μη θέλει να θυμάται τις μέτριες εμφανίσεις της Βραζιλίας και των δύο φιναλίστ του προηγούμενου παγκόσμιου κυπέλλου Ιταλίας και Γαλλίας, όμως δεν γίνεται να ξεχάσεις τις προσδοκίες που διαψεύστηκαν. Δεν χάθηκε η μπάλα, χάθηκε η Αργεντινή κάπου στα αζήτητα. Ήρθαν πολλοί, με πολύ αέρα στα πανιά και έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι. Ο Ντιέγκο στο πάγκο όχι μόνο δε κατάφερε να προσεγγίσει τα όνειρα προ Μουντιάλ των απανταχού ποδοσφαιρόφιλων αλλά μάλλον τα μετέτρεψε σε κακόγουστο αστείο, αν όχι σε εφιάλτη. Πόσο διαφορετικό άραγε θα μπορούσε να είναι το τελευταίο Κύπελλο αν έλειπαν οι θεατρινισμοί των Γάλλων και οι αστειότητες του Ντιέγκο. Ίσως βέβαια να μην είχαμε υλικό να γράψουμε. Όπως και να χει, κάποιοι επιμένουν να ξεχνούν ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι ρόλος για έναν, δεν χωράει βεντετισμούς και αμφότεροι δεν το έλαβαν υπόψη τους.

Αφήνω την Ελλάδα για το τέλος. Πάντα το τέλος πρέπει να χει ενδιαφέρον σασπένς. Δεν ξέρω αν μπορώ να γράψω για όμορφο φινάλε πάντως η Ελλάδα βρέθηκε στα γήπεδα της Νότιας Αφρικής. Δυστυχώς, ο Πολ το χταπόδι δεν έδειξε ποτέ τα γαλανόλευκα. Κρατάμε όμως την πρώτη νίκη της εθνικής μας ομάδας σε τελικά Παγκοσμίου κυπέλλου, θα θυμόμαστε για πάντα το πρώτο γκολ της εθνικής με τη καταπληκτική προσπάθεια του Σάλπιγγίδη, τιμάμε την προσπάθεια των διεθνών απέναντι στον γαλαξία ταλέντου της Αργεντινής. Βέβαια είναι και η εμμονή του Ρεχάγκελ σε κάποιους παίκτες, η αδυναμία της Ελλάδας να ακολουθήσει τον ρυθμό των Κορεατών. Η γεύση που αφήνει η ομάδα μας είναι γλυκόπικρη. Τόσο για τους ταξιδιώτες, όσο και για τους εκατομμύρια τηλεθεατές που καθηλώθηκαν στις τηλεοράσεις τους εδώ στα πάτρια εδάφη.