Γράφει ο Κώστας Μερκουράκης
Καμπανάκι κινδύνου για την ποιότητα της Δημοκρατίας μας, αποτελούν οι - συχνές πλέον - απόπειρες υποτίμησης του Συντάγματος, από μερίδα πολιτικών παραγόντων. Το νομοσχέδιο Διαμαντοπούλου για την Παιδεία ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην πανεπιστημιακή κοινότητα, η οποία ισχυρίζεται πως ο νόμος περιέχει ισχυρά «κενά» αντισυνταγματικότητας.
Η Σύνοδος των Πρυτάνεων, συνεπικουρούμενη και από μεγάλη μερίδα πανεπιστημιακών, ανέλαβε από την πρώτη στιγμή να καταδείξει τις ρυθμίσεις εκείνες εγείρουν ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Επιπροσθέτως δε, η Σύνοδος έχει ήδη, από τις αρχές Σεπτέμβρη, προαναγγείλει την πρόθεση της να προσφύγει στο Συμβούλιο Επικρατείας για το νέο Νόμο-Πλαίσιο.
Η ελαστική αντίληψη του Συντάγματος προκαλεί εύλογες ανησυχίες, από τη στιγμή μάλιστα, που οι όποιες αντιρρήσεις της Ακαδημαϊκής κοινότητας καταγράφονται στο κενό. Εντούτοις, μια σειρά από Συνταγματολόγοι ανέλαβαν το σύνθετο έργο της πλήρους καταγραφής των διατάξεων που παραβιάζουν άρθρα του Συντάγματος.
Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Κώστας Χρυσόγονος, μετά από απαίτηση της Συνόδου των Πρυτάνεων, εξέδωσε ένα 59σέλιδο πόρισμά στο οποίο αναφέρει πως: «τουλάχιστον 23 επιμέρους διατάξεις του νομοσχεδίου παραβιάζουν εμφανώς τόσο το άρθρο 16 όσο και άλλες κατά περίπτωση, διατάξεις του Συντάγματος ή και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
Παράλληλα, επισημαίνει πως: «οι παραβιάσεις είναι τέτοιας βαρύτητας ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για αναίρεση της λειτουργίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ως πλήρως αυτοδιοικούμενων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για έμμεση κατάργηση της ιδιότητας των καθηγητών τους ως δημοσίων λειτουργών και για καίριο πλήγμα σε βάρος της ακαδημαϊκής ελευθερίας»
Ακολουθεί μια συνοπτική καταγραφή σημαντικής μερίδας των «ενστάσεων»:
· Όπως είχε επισημάνει ο Αριστόβουλος Μάνεσης, δεκαετίες πριν τις αλχημείες του υπουργείο: το «άσυλο συνέχεται άρρηκτα τόσο με την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας, όσο και με την ‘πλήρη αυτοδιοίκηση’ των Α.Ε.Ι.». Οι καθηγητές εκτιμούν πως η άρση του ασύλου αποτελεί σοβαρό περιορισμό της αυτοδιοίκησης, ενώ αποτελεί έμπρακτη απόδειξη αδυναμίας της εκτελεστικής εξουσίας να διασφαλίσει την εφαρμογή του νόμου.
· Στη γνωμοδότηση του ο Κ. Χρυσόγονος αναφέρει πως με μια σειρά διατάξεων του νομοσχεδίου «αποσυντίθεται η ίδια η έννοια του καθηγητή Α.Ε.Ι.». Συνεπώς, ανοίγει ο δρόμος προκειμένου το κάθε ίδρυμα να απαιτεί διαφορετικά ακαδημαϊκά προσόντα.
Από αυτό ελλοχεύουν δύο πρακτικοί και αντισυνταγματικοί κίνδυνοι: να ανατραπεί πλήρως το σύστημα ακαδημαϊκής αξιολόγησης, που απαιτεί οι κρίσεις να γίνονται από καθηγητές ανάλογων προσόντων και να διαμορφωθεί στην πράξη «ένα ακαδημαϊκό dumbing, με τα πανεπιστήμια να πλειοδοτούν σε μια κούρσα προς τα κάτω, όσον αφορά τα ακαδημαϊκά προσόντα του προσωπικού τους».
· Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται η διευκρινιστική έκθεση του νόμου πο
υ δίνει τη δυνατότητα να προσλαμβάνονται διδάσκοντες «για την κάλυψη αναγκών έκτακτου χαρακτήρα». Επιστήμονες, «κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος ή μη, … καθώς και προσωπικότητες με αναγνωρισμένο επαγγελματικό έργο»...
· Όσον αφορά στις νομοθετικές αλλαγές στα όργανα Συνδιοίκησης, προσβάλλεται κατάφωρα η πλήρης αυτοδιοίκηση των Α.Ε.Ι., η οποία σχηματικά «συνίσταται στην εξουσία των ιδρυμάτων να αποφασίζουν για τις υποθέσεις τους με δικά τους αποκλειστικά όργανα». Δεν είναι «συνταγματικά ανεκτό» τα όργανα διοίκησης να αναδεικνύονται με την παρεμβολή προσώπων άσχετων με την ακαδημαϊκή κοινότητα που δεν ασκούν ακαδημαϊκό έργο και μάλιστα κατ’ ουσία επιλέγονται – δεν εκλέγονται.
Στο κείμενο της γνωμοδότησης σημειώνεται έλλειμμα αντιπροσωπευτικότητας του νεοσύστατου «Συμβουλίου|, που μεταφράζεται σε έλλειμμα εκπροσώπησης καθηγητών, φοιτητών και λοιπών ακαδημαϊκών ομάδων.
· Στις αντιρρήσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας εντοπίζεται και μια ισχυρή αντίφαση του νόμου: Συνεχίζει να ισχύει ως προσόν για την επιλογή πρύτανη να είναι «καθηγητής κύρους», ωστόσο η επιλογή του θα γίνεται από το Συμβούλιο, «τα μισά περίπου από τα μέλη του οποίου ενδέχεται να μη διαθέτουν ακαδημαϊκή ιδιότητα, πολλώ δε μάλλον τα προσόντα για να αξιολογήσουν ακαδημαϊκά έναν αναγνωρισμένου κύρους καθηγητή».
· Ζήτημα προκύπτει σχετικά και με την εκλογή Κοσμητόρων, καθώς ο κοσμήτορας «παύει να αποτελεί δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό όργανο». Ο τρόπος επιλογής κοσμήτορα «πάσχει συνταγματικά», καθώς αντίκειται στην αρχή της αξιοκρατίας, μιας και ανατίθεται σε όργανο που οποίο δε διαθέτει «την επιστημονική επάρκεια για μια τέτοια κρίση».
· Αίσθηση προκαλεί άρθρο που ορίζει πως «η γενική συνέλευση της σχολής απαρτίζεται από καθηγητές της σχολής», κάτι που «προσβάλλει κατάφωρα την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι.».
· Ισχυρά τοπικά και χρονικά κωλύματα τοποθετούνται για όσους επιθυμούν την πρόσληψή τους καθώς διάταξη του νόμου αποκλείει την πρόσβαση επιστημόνων σε πανεπιστημιακές θέσεις για λόγους άσχετους με την ακαδημαϊκή τους αξία».
· Σύμφωνα με άλλο άρθρο του νόμου: «Ο Οργανισμός του ιδρύματος μπορεί να προβλέπει την καταβολή πρόσθετων παροχών, σε καθηγητές που διακρίνονται για τις ερευνητικές ή εκπαιδευτικές τους επιδόσεις». Παρόλα αυτά, η χορήγηση παροχών σε φοιτητές μέσω του επιβλέποντος καθηγητή τους «προσκρούει στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας».
· Άλλη διάταξη του νόμου «στερεί τους καθηγητές Α.Ε.Ι. από τη δυνατότητα διεξαγωγής έρευνας σε ιδιωτικούς ερευνητικούς φορείς». Κάτι τέτοιο προσβάλλει την ελευθερία της έρευνας που κατοχυρώνει το άρθρο 16 παρ. 1 Σ.
· Επιπροσθέτως, προβλέπεται η συγκρότηση Ν.Π.Ι.Δ. για τη διαχείριση περιουσίας και κονδυλίων έρευνας των Α.Ε.Ι., το οποίο εξοπλίζεται με ευρύτατες αρμοδιότητες και εξουσίες «ευρύτερα οικονομικές, διοικητικές, ερευνητικές, ακόμη και εκπαιδευτικές»
· Καταλυτική αλλαγή που επιχειρεί ο νόμος Διαμαντοπούλου αφορά την πρόβλεψη ότι, μετά από εισήγηση ο Υπουργός Παιδείας μπορεί να αποφασίζει «την ολική ή μερική αναστολή της χρηματοδότησης ενός ιδρύματος.
D Δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι