Πόσο αντέχεις να κρατήσεις την ανάσα σου κάτω από το νερό; Ρωτάω, γιατί με σφίγγουν συνεχώς τα χίλια - δύο πελώρια χέρια της παρούσας «εξουσίας», που κάθεται στο σβέρκο μας και μας εξουσιάζει. Πιέζοντας όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο κάτω, από την επιφάνεια του υγρού.
Αλήθεια, δοκίμασα να ουρλιάξω μέσα στο νερό. Είναι ανώφελο. Εξίσου μάταιες είναι και οι κραυγές που εκσφενδονίζω τώρα τελευταία στους εφιάλτες μου. Εφιάλτες που μοιάζουν εξωπραγματικά με την άπνοια της πραγματικότητας. Και διαρκούν τόσο - όσο τα τελευταία αποθέματα οξυγόνου που έχουμε στη διάθεση μας.
Δε μπορώ να μετρήσω πόσο μπορεί να αντέξει μια κοινωνία με το κεφάλι βυθισμένο. Βρεγμένα κεφάλια βλέπω μόνο, μέσα από τα βρεγμένα μάτια μου. Και κάθε φορά που κάποιο προσπαθεί να σηκωθεί, την ίδια στιγμή το σπρώχνουν πάλι μέσα. Στο νερό μπορεί να μην ακούγεσαι, ωστόσο τα βλέπεις όλα καθαρά. Κι αυτό είναι ακόμα χειρότερο.
Πότε με άκουσαν για τελευταία φορά; Δε θυμάμαι. Γνωρίζω πάντως, ότι αρκετές φορές, εγώ ο ίδιος κατάφερα η φωνή μου να ακουστεί. Τότε είναι που μου προσέφεραν τεχνητή αναπνοή - το φιλί της ζωής. Μα εγώ δεν τα δέχτηκα.
Γιατί υπάρχει οξυγόνο λίγο πιο πάνω από εμάς. Το ζήτημα είναι τι κάνεις για να το κερδίσεις: αν σηκώσουμε όλοι μαζί κεφάλι, αν δώσουμε σαν σύνολο μια προς τα πάνω, τότε είναι σίγουρο πως δε θα βρεθούν τόσα χέρια να μας κρατήσουν άλλο στο βυθό.
Υπάρχει αναπνοή να μας περιμένει εκεί έξω. Για να σταματήσει ο εφιάλτης, αρκεί να ξυπνήσουμε. Και να σπρώξουμε. Όλοι μαζί.
Δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι