Γράφει ο Κώστας Mερκουράκης
Η εκφωνήτρια κάλεσε τους συγκεντρωμένους να παραμείνουν στη Πλατεία για όσο χρειαστεί, για να συνεχιστεί η «γιορτή» κι ο κόσμος χειροκροτά με ενθουσιασμό. Είναι νωρίς, πρωί ακόμη κι όμως μετρώ χιλιάδες τριγύρω. Λίγη ώρα μετά ένας που κάθεται λίγο πιο δίπλα παίρνει τηλέφωνο και προσκαλεί φίλους ή γνωστούς, δε ξέρω: «ελάτε όλοι, κρατάτε ένα μαντήλι καλού κακού».
Αν δεν έχεις κατεβεί αυτές τις μέρες στο κέντρο δε μπορείς να καταλάβεις. Βρεθήκαμε χιλιάδες εκεί - χόρτασε το βλέμμα πρόσωπα, μάτια αποφασισμένα. Μάτια θυμωμένα. Περπατήσαμε την Αθήνα για να σμίξουμε, διασχίσαμε τις ομορφιές της, χαζέψαμε στο Ζάππειο και μετρήσαμε τις Γιακαράντες, γνωριστήκαμε επί της αρχής με την Πλατεία Συντάγματος, ξαπλώσαμε στο χορτάρι και κάτσαμε στην άσφαλτο, δε διστάσαμε να λερωθούμε ή να ακουμπήσουμε τα χέρια στο τσιμέντο, να πλησιάσουμε τον διπλανό, έναν μέχρι πρότινος άγνωστο. Επανακαταλάβαμε επιτυχώς το δημόσιο χώρο.
Είδαμε ξανά να πουλούν κουλούρια στους δρόμους κι ενώ διστάσαμε, τελικά δοκιμάζοντας θυμηθήκαμε. Πήραμε τρομπέτες πλαστικές, σημαίες πολύχρωμες όλων των χωρών και βάψαμε τα μάγουλα, αγοράσαμε ξύλα, λευκά πανιά και τα στολίσαμε, τα σχεδιάσαμε, τα γεμίσαμε χρώματα. Σκαρώνοντας στίχους τα μοιράσαμε, τα διάβασαν και τα διαβάσαμε. Επιτέλους ακούστηκαν γέλια, κουβεντιάζοντας με φωνές – βρισιές φτιάξαμε τραγούδια να τους κεράσουμε. Κι ύστερα αντικρίσαμε νέους και γέρους να μπαίνουν στα τραμ και απορήσαμε, αλλά χαρήκαμε. Ακούσαμε συζητήσεις, μετείχαμε σε ομάδες, πήραμε μέρος στις συνελεύσεις και γίναμε πιο σοφοί, εμείς οι «κουτοί». Κι στη συνέχεια προτείναμε, νιώσαμε χρήσιμοι και γίναμε αποτελεσματικοί, δεν αγανακτίσαμε αλλά διεκδικήσαμε και πετύχαμε. Καταφέραμε να τους νικήσουμε. Μα πάνω απ’ όλα ανταμώσαμε ξανά.
Κι ενώ σμίξαμε, τρομάξαμε. Μύρισε δακρυγόνο, τα μάτια δάκρυσαν, τα πρόσωπα χλόμιασαν για λίγο με τα τηλέφωνα να χτυπούν πάλι. Η μάνα, η αδελφή ρώταγε αν είμαστε ασφαλείς, αν είναι όλοι καλά. Νόμιζα πως οι καπνοί από τις εκρήξεις θα τα έσβηναν όλα με μιας και θα επιστρέφαμε σε παλιά μίζερα πρωινά. Εγώ βιάστηκα, όμως εμείς δε βιαστήκαμε. Ανησύχησα κι ανησυχήσαμε, όμως στην πιο δύσκολη ώρα κρατήσαμε τους διπλανούς, νοιαστήκαμε. Άφησα γρήγορα για δεύτερη φορά αυτές τις μέρες τον πρώτο ενικό και για ακόμη μια φορά κοιταχτήκαμε. Σταθήκαμε αλληλέγγυοι, επιστρέψαμε στις πλατείες, στους δρόμους, ως το επόμενο πρωί, όλοι μαζί μείναμε εκεί. Εν τέλει, δε φοβηθήκαμε, δε λακίσαμε. Δεν είχαμε ξαναζήσει κάτι τέτοιο εμείς οι μικρότεροι κι όμως το ζήσαμε...
(Δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι)
Η εκφωνήτρια κάλεσε τους συγκεντρωμένους να παραμείνουν στη Πλατεία για όσο χρειαστεί, για να συνεχιστεί η «γιορτή» κι ο κόσμος χειροκροτά με ενθουσιασμό. Είναι νωρίς, πρωί ακόμη κι όμως μετρώ χιλιάδες τριγύρω. Λίγη ώρα μετά ένας που κάθεται λίγο πιο δίπλα παίρνει τηλέφωνο και προσκαλεί φίλους ή γνωστούς, δε ξέρω: «ελάτε όλοι, κρατάτε ένα μαντήλι καλού κακού».
Αν δεν έχεις κατεβεί αυτές τις μέρες στο κέντρο δε μπορείς να καταλάβεις. Βρεθήκαμε χιλιάδες εκεί - χόρτασε το βλέμμα πρόσωπα, μάτια αποφασισμένα. Μάτια θυμωμένα. Περπατήσαμε την Αθήνα για να σμίξουμε, διασχίσαμε τις ομορφιές της, χαζέψαμε στο Ζάππειο και μετρήσαμε τις Γιακαράντες, γνωριστήκαμε επί της αρχής με την Πλατεία Συντάγματος, ξαπλώσαμε στο χορτάρι και κάτσαμε στην άσφαλτο, δε διστάσαμε να λερωθούμε ή να ακουμπήσουμε τα χέρια στο τσιμέντο, να πλησιάσουμε τον διπλανό, έναν μέχρι πρότινος άγνωστο. Επανακαταλάβαμε επιτυχώς το δημόσιο χώρο.
Είδαμε ξανά να πουλούν κουλούρια στους δρόμους κι ενώ διστάσαμε, τελικά δοκιμάζοντας θυμηθήκαμε. Πήραμε τρομπέτες πλαστικές, σημαίες πολύχρωμες όλων των χωρών και βάψαμε τα μάγουλα, αγοράσαμε ξύλα, λευκά πανιά και τα στολίσαμε, τα σχεδιάσαμε, τα γεμίσαμε χρώματα. Σκαρώνοντας στίχους τα μοιράσαμε, τα διάβασαν και τα διαβάσαμε. Επιτέλους ακούστηκαν γέλια, κουβεντιάζοντας με φωνές – βρισιές φτιάξαμε τραγούδια να τους κεράσουμε. Κι ύστερα αντικρίσαμε νέους και γέρους να μπαίνουν στα τραμ και απορήσαμε, αλλά χαρήκαμε. Ακούσαμε συζητήσεις, μετείχαμε σε ομάδες, πήραμε μέρος στις συνελεύσεις και γίναμε πιο σοφοί, εμείς οι «κουτοί». Κι στη συνέχεια προτείναμε, νιώσαμε χρήσιμοι και γίναμε αποτελεσματικοί, δεν αγανακτίσαμε αλλά διεκδικήσαμε και πετύχαμε. Καταφέραμε να τους νικήσουμε. Μα πάνω απ’ όλα ανταμώσαμε ξανά.
Κι ενώ σμίξαμε, τρομάξαμε. Μύρισε δακρυγόνο, τα μάτια δάκρυσαν, τα πρόσωπα χλόμιασαν για λίγο με τα τηλέφωνα να χτυπούν πάλι. Η μάνα, η αδελφή ρώταγε αν είμαστε ασφαλείς, αν είναι όλοι καλά. Νόμιζα πως οι καπνοί από τις εκρήξεις θα τα έσβηναν όλα με μιας και θα επιστρέφαμε σε παλιά μίζερα πρωινά. Εγώ βιάστηκα, όμως εμείς δε βιαστήκαμε. Ανησύχησα κι ανησυχήσαμε, όμως στην πιο δύσκολη ώρα κρατήσαμε τους διπλανούς, νοιαστήκαμε. Άφησα γρήγορα για δεύτερη φορά αυτές τις μέρες τον πρώτο ενικό και για ακόμη μια φορά κοιταχτήκαμε. Σταθήκαμε αλληλέγγυοι, επιστρέψαμε στις πλατείες, στους δρόμους, ως το επόμενο πρωί, όλοι μαζί μείναμε εκεί. Εν τέλει, δε φοβηθήκαμε, δε λακίσαμε. Δεν είχαμε ξαναζήσει κάτι τέτοιο εμείς οι μικρότεροι κι όμως το ζήσαμε...
(Δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι)