Γράφει ο Κώστας Μερκουράκης
Πριν από λίγα χρόνια ήταν ένα ζευγάρι που ζούσε σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας. Η γυναίκα ήταν τίμια, ευσεβής και ενάρετη. Πήγαινε τακτικά στην εκκλησία και παρακαλούσε τον Χριστό να χαρίζει φως στην οικογένεια της.
Ο άντρας ήταν αδιάφορος για τα θρησκευτικά ζητήματα, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που χλεύαζε και αμφισβητούσε την πίστη της γυναίκας του. Ούτε στον εκκλησιασμό πήγαινε ποτέ, μήτε την προσευχή του έκανε. Μόνο το ΠΑΣΟΚ είχε καημό. Έβλεπε τις δημοσκοπήσεις και μαράζωνε...
Ξάφνου ένα βράδυ εκεί που καθόταν στον καναπέ του και έβλεπε Αλ Τσαντίρι, εμφανίστηκε η γυναίκα του η οποία δεν άντεχε να τον βλέπει άλλο να είναι πικραμένος.
- Κίμωνα ήρθε στο όνειρο μου η Παναγιά και μου είπε για το ΠΑΣΟΚ.
- Τζάμπα χάνετε τον ύπνο σας και συ και η Παναγιά. Δε γίνεται τίποτα.
- Μου πε πως πρέπει να πάρεις το αμάξι, να πας στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης και να περάσεις τέσσερα διαδοχικά φανάρια με κόκκινο. Έτσι μόνο θα ανάψει το πράσινο στις δημοσκοπήσεις.
- Ματούλα, μήπως έφαγες πολύ χθες βράδυ;
- Που ξέρεις; τόσα θαύματα γίνονται κάθε χρόνο…
- Θαύματα, είπες; Μα καλά γυναίκα, πιστεύεις στα παραμύθια των παπάδων; Αυτά είναι λόγια, για να εκμεταλλεύονται τους αφελείς. Άσε που ο ΓΑΠ είναι αντιεξουσιαστής. Δεν πάω πουθενά.
- Κάτι μου λέει μέσα μου πως πρέπει να πας Κίμωνα. Κάνε μια προσπάθεια…
- Ξέρεις πόσο έχει πάει η βενζίνη;
- Αν δεν πας εσύ θα πάω εγώ.
- Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Αν επιμένεις, τότε εμπρός· τράβα. Εγώ θα μείνω εδώ.
Οι μέρες περνούν. Η Ματούλα δεν έκανε κουβέντα ξανά στον Κίμωνα και αποφάσισε να κάνει νηστεία, προσευχή και αγρυπνία. Έκλαψε δάκρυσε και αποφάσισε να πάρει το αυτοκίνητο και να κατευθυνθεί στην παραλιακής ένα βράδυ Σαββάτου.
Την ώρα που οδηγούσε παρακαλούσε την Παναγιά να βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ για να δει ξανά χαρούμενο τον άντρα της: « Ω! Γλυκιά μου, Μεγαλόχαρη. Συ που Ξέρεις τον ένα και μεγάλο καημό της ζωής μου. Ο άντρας μου είναι πληγωμένος, τα υπόλοιπα παιδιά τρέχουν, παίζουν, κάνουν δηλώσεις και ο δικός μου τίποτα. Ο Γιός σου Παναγία μου, που θεράπευσε τόσους ανήμπορους και δυστυχισμένους, ας βοηθήσει λίγο και τον δικό μου».
Η αγνότητα του πνεύματος της, η καθαρότητα του βίου της, η αυταπάρνηση και ο πόθος της για τον Κίμωνα εισακούστηκαν. Πέρασε το πρώτο, το δεύτερο φανάρι, το τρίτο και το τέταρτο ώσπου μια ομάδα από μαύρες σκιές την περικύκλωσαν. Καβαλάρηδες μαύροι, που έκαναν θόρυβο θαρρείς και ερχόντουσαν από τα βάθη της γης τρομάζοντας με τις κραυγές τους τη Ματούλα, στριφογύριζαν σα δαίμονες γύρω της.
Έκανε τον σταυρό της και έκλεισε τα μάτια πατώντας το γκάζι. Έτσι πέρασε πάνω από τον έναν καβαλάρη και ξαφνικά, από το πουθενά ακούγεται η φωνή του άντρα της. Ανοίγει τα μάτια και βλέπει να εμφανίζεται ο Κίμωνας, τυλιγμένος με φωτοστέφανο, την παίρνει στα χέρια του και κάθεται στη θέση της. Με τη λάμψη του αψηφά τις μαύρες σιλουέτες που χάνονται για πάντα στο μαύρο σκοτάδι...
«Θαύμα! Θαύμα! Δοξασμένο το όνομα Σου Παναγία μου», ακούστηκε η μυριόστομη κραυγή της Ματούλας, η οποία έμεινε για ώρες δακρυσμένη στα χέρια του Κίμωνα.
Χαρούμενοι γύρισαν σπίτι τους. Ο άπιστος άντρας της, αφού επέτρεψε στον ευατό του να δεχτεί την αγάπη του Θεού και τη δύναμη της Παναγίας για να σώσει την οικογένεια του, έπαψε τις ειρωνείες και άρχισε ευλαβικά να κάνει τον σταυρό του, να πηγαίνει στην εκκλησία και να ομολογεί σε όλους την πίστη του στη δύναμη και την αγάπη του Θεού.
Στο σπίτι εκείνο όπου θριάμβευσαν ο πόνος η θλίψη και τα βάσανα, τώρα βασιλεύει η χαρά. Λόγος πικρός δεν βγήκε ξανά από τα χείλη του Κίμωνα κι έτσι η Παναγία για να τον ευχαριστήσει τον έκανε Άγιο και τον ονόμασε Άη - Λάινερ.
Και μια μέρα, τον έκανε ξανά βουλευτή στη μικρή αυτή πρωτεύουσα της Ορθοδοξίας. Επιτρέποντας του να δει το ΠΑΣΟΚ ενωμένο και δυνατό ξανά στην εξουσία των ουρανών. Βοήθεια μας…